- παροργισμῷ
- παροργισμόςprovocationmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιδύω — ἐπιδύω και ἐπιδύνω (Α) (για τον ήλιο) κρύβομαι, βασιλεύω (α. «μὴ πρὶν ἐπ’ ἡέλιον δῡναι καὶ ἐπὶ κνέφας ἐλθεῑν» προτού βασιλέψει ο ήλιος κι έρθει το σκοτάδι, Ομ. Ιλ. β. «ὁ ἥλιος μή ἐπιδυέτω ἐπί τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» ας μη βασιλέψει ο ήλιος πριν σάς… … Dictionary of Greek
παροργισμός — ὁ, ΜΑ [παροργίζω] η ψυχική κατάσταση τής οργής η οποία έχει προκληθεί από κάποια αιτία («ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» την ώρα που βασιλεύει ο ήλιος ας έχετε κατευνάσει την οργή σας, ΚΔ) … Dictionary of Greek